οργανοποιός

οργανοποιός
ο (Α ὀργανοποιός)
νεοελλ.
κατασκευαστής μουσικών οργάνων
αρχ.
κατασκευαστής μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργανον + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οργανοποιός — ο ο κατασκευαστής μουσικών οργάνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀργανοποιούς — ὀργανοποιός maker of instruments masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • οργανοπήκτωρ — ὀργανοπήκτωρ, ορος, ό, ἡ (Α) οργανοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργανον + πήκτωρ (< πήγνυμι «κατασκευάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • οργανοποία — η (Α ὀργανοποιία) [οργανοποιός] νεοελλ. 1. κατασκευή μουσικών οργάνων 2. βιομηχανία παραγωγής και επιδιόρθωσης μουσικών οργάνων αρχ. 1. κατασκευή οργάνων, εργαλείων ή μηχανών 2. σχηματισμός ενός ανατομικού οργάνου …   Dictionary of Greek

  • οργανοποιείο — το [οργανοποιός] εργαστήριο κατασκευής ή επισκευής μουσικών οργάνων …   Dictionary of Greek

  • οργανοποιικός — ὀργανοποιικός, ή, όν (Α) [οργανοποιός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή οργάνων ή εργαλείων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀργανοποιικά βιομηχανία πολεμικών μηχανημάτων …   Dictionary of Greek

  • οργανοποιώ — ὀργανοποιῶ, έω (Α) [οργανοποιός] εφοδιάζω με όργανα …   Dictionary of Greek

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”